- Κεφαλονιά
- Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το νοτιότερο ακρωτήριο της Κ. (Μούντα) απέχει περίπου 30 χλμ. από την Κυλλήνη και το ανατολικότερο (Κάπρος) περίπου 35 χλμ. από τις εκβολές του Αχελώου. Διοικητικά υπάγεται στον νομό Κεφαλληνίας.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Η Κ. είναι ιδιαίτερα ορεινή και έχει μεγάλο κάθετο διαμελισμό. Σπουδαιότερο όρος του νησιού είναι ο Αίνος (κορυφή Μεγάλος Σωρός, 1.628 μ., η ψηλότερη των Επτανήσων), ο οποίος εκτείνεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, με βορειοδυτική-νοτιοανατολική διεύθυνση. Την ίδια γενικά διεύθυνση ακολουθούν και οι προεκτάσεις του Αίνου στα Β: Ρούδι, Σέλλα, Βρόχωνας, Ξερακιάς, Μεροβίγλι, Αγία Δυνατή, Καλόν Όρος. Ο Αίνος, στο μεγαλύτερο τμήμα του και ιδιαίτερα στην ανατολική πλευρά, είναι σκεπασμένος με έλατα του είδους ελάτη η κεφαλληνιακή, ενώ τα υπόλοιπα βουνά καλύπτονται με πλούσια βλάστηση θαμνοειδών. Οι προεκτάσεις του όρους τέμνουν τον κύριο κορμό του νησιού. Παράλληλα προς τον Αίνο (στα Α) υψώνεται η δεύτερη και χαμηλότερη οροσειρά, με τις κορυφές Αβγό, Κόκκινη Ράχη και Άτρος. Μεταξύ των δύο οροσειρών σχηματίζεται ένα επίμηκες βύθισμα, που ξεκινά από τον κάμπο της Σάμης, προχωρεί στο Πυργί (την ορεινότερη περιοχή της Κ.) και καταλήγει στο νότιο τμήμα του νησιού, στην κοιλάδα του Πόρου και στην πεδιάδα του Αρακλιού. Από εκεί μια παράκτια πεδινή ζώνη με ωραιότατες ακτές οδηγεί στη Λιβαθώ, την περιοχή με τη μεγαλύτερη ναυτική παράδοση αλλά και με μεγάλη παράδοση εθνικών ευεργετών, στοιχείο που χαρακτηρίζει ολόκληρη την Κ. Από τον κύριο κορμό της νήσου εκτείνονται δύο μεγάλες χερσόνησοι: της Ερίσσου στα Β (κατεξοχήν ορεινή) και της Παλικής στα Δ, που είναι πεδινή στο μεγαλύτερο μέρος της και παράλληλα η πιο εύφορη του νησιού. Το νησί παρουσιάζει γενικά περιορισμένο θαλάσσιο διαμελισμό. Στο βορειοανατολικό τμήμα σχηματίζονται οι κόλποι της Σάμης και της Αντισάμου, στο βορειοδυτικό ο κόλπος του Μύρτου, στο δυτικό ο κόλπος του Αργοστολίου –ένας από τους ασφαλέστερους της Μεσογείου– και στο νότιο ο όρμος του Λουρδά. Οι ακτές είναι ως επί το πλείστον ψηλές και βραχώδεις. Σε αρκετά σημεία όμως, κυρίως Δ και ΝΔ, σχηματίζονται θίνες με κίτρινη, λεπτόκοκκη και χαλαρή άμμο. Τα παράκτια ρήγματα των δυτικών ακτών της Κ. αποτελούν το όριο της ζώνης της υφαλοκρηπίδας των Ιονίων και γενικότερα της ελληνικής χώρας. Έτσι, σε μικρή απόσταση από τις δυτικές ακτές, παρατηρούνται τεράστιες μεταπτώσεις 2.000-3.500 μ., που απολήγουν στη ζώνη της αβύσσου.
Τεκτονικά, η Κ. και η Λευκάδα θεωρούνται τα περισσότερο κατακερματισμένα τμήματα του πεδίου καθίζησης Άρτας-Αγρινίου. Τα ρήγματα του Ιονίου διασταυρώνονται μεταξύ Παξών και Λευκάδας με τα ρήγματα του κόλπου της Άρτας και με τις προεκτάσεις των ρηγμάτων του Πατραϊκού κόλπου μεταξύ Κ. και Ζακύνθου. Στο σύστημα αυτών των ρηγμάτων ενδημούν οι σεισμικές εστίες του νησιού. Ειδικότερα, ο σεισμός του 1953 είχε την εστία του στο σύστημα των ρηγμάτων που χωρίζουν την Κ. από την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο.
Το νησί δεν διαθέτει επιφανειακά υδάτινα ρεύματα. Διαθέτει, όμως, άφθονες καρστικές πηγές μεγάλης παροχής (Κούταβος, Καραβόμυλος, Λιβάδι κ.ά.) και πολλούς καρστικούς σχηματισμούς, καταβόθρες, σπήλαια, υπόγειους αγωγούς, αποτελέσματα της ασβεστολιθικής σύστασης του νησιού. Στις καταβόθρες του Αργοστολίου, στην άκρη του ακρωτηρίου Άγιοι Θεόδωροι, μεγάλες ποσότητες θαλάσσιου νερού εισχωρούν σε μια καταβόθρα και βγαίνουν στην άλλη πλευρά του νησιού, κοντά στη Σάμη. Το βαραθρώδες σπήλαιο Αγγελάκι, κοντά στη Σάμη, διαθέτει λεβητοειδές άνοιγμα βάθους 50 μ. και έχει έκταση περίπου 5 στρεμμάτων, λίμνη περίπου 3 στρεμμάτων και υπόγειο καρστικό κλάδο περίπου 7,5 στρεμμάτων. Το βαραθρώδες σπήλαιο Μελισσάνη, στην ίδια περιοχή, έχει βάθος περίπου 25 μ. και η λίμνη του επικοινωνεί με τη θάλασσα. Το σπήλαιο Ζερβάτη, επίσης στην ίδια περιοχή, έχει βάθος 18 μ. και μήκος περίπου 75 μ., διαθέτοντας δύο μικρές λίμνες. Καρστικό φαινόμενο αποτελεί επίσης η λίμνη Άβυθος στην περιοχή του χωριού Διγαλέτο, αποτέλεσμα τοπικής λεβητοειδούς εγκατακρήμνισης των μεσοζωικών ασβεστόλιθων.
Το κλίμα της Κ. είναι εύκρατο, με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Θερμοκρασίες 40°C ή και μεγαλύτερες παρατηρούνται μόνο σε ορισμένες κλειστές περιοχές στο εσωτερικό του νησιού. Το φαινόμενο του παγετού δεν είναι συχνό και παρατηρείται μόνο κατά την περίοδο του χειμώνα, όχι με μεγάλη ένταση και σε περιορισμένη έκταση, ενώ δεν έχει σημειωθεί ποτέ ολικός παγετός. Η απολύτως ελάχιστη θερμοκρασία στο Αργοστόλι έχει φτάσει μόλις τους -3°C. Το φθινόπωρο η θερμοκρασία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την άνοιξη, λόγω της μεγάλης συχνότητας των υφέσεων και των θερμών ανέμων κατά την εποχή αυτή. Το ετήσιο θερμομετρικό εύρος φτάνει τους 15,6°C, με ψυχρότερο μήνα τον Ιανουάριο και θερμότερο τον Αύγουστο. Γενικά, το Ιόνιο έχει ευνοϊκή επίδραση στις θερμομετρικές συνθήκες των νησιών του, γι’ αυτό οι ισόθερμες καμπύλες, καθώς διέρχονται την ηπειρωτική Ελλάδα, κάμπτονται ισχυρά στα Β, βαίνοντας σχεδόν παράλληλα προς τις ακτές. Η σχετική υγρασία είναι μεγάλη, ιδίως κατά την ψυχρή εποχή (άνω των 70 βαθμών της υγρομετρικής κλίμακας από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Μάιο), εξαιτίας των υγρών ανέμων του νότιου τομέα, οι οποίοι επικρατούν αυτούς τους μήνες. Η νέφωση είναι μικρή: 3,5 της κλίμακας 0-10, δηλαδή λίγο μικρότερη από τη νέφωση της Αθήνας. Μεγάλος είναι ο αριθμός των αίθριων ημερών (167 ετησίως) και μικρός ο αντίστοιχος των νεφοσκεπών (περίπου 55 ετησίως), τιμές που κατατάσσουν την Κ. μεταξύ των περιοχών με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια σε όλη τη χώρα. Ως προς τους ανέμους, μεγάλη συχνότητα παρουσιάζουν ιδίως κατά την ψυχρή εποχή οι νοτιοδυτικοί, οι οποίοι ευθύνονται και για τις βροχοπτώσεις. Καμιά φορά, στις αρχές του καλοκαιριού, πνέει ένας τοπικός, θερμός και ξηρός άνεμος, η λαμπαδίτσα. Οι βροχοπτώσεις είναι σχετικά συχνές (περίπου 900 χιλιοστά ετησίως στις πεδινές και παράκτιες περιοχές), εξαιτίας των κινουμένων από τα Δ προς τα Α υφέσεων και των συχνών υγρών ανέμων του νότιου τομέα. Η πορεία της βροχής στη διάρκεια του έτους είναι απλή, με μέγιστο όριο τον Δεκέμβριο και ελάχιστο τον Ιούλιο. Αντίστοιχα απλή ετήσια πορεία παρουσιάζουν και οι βροχερές ημέρες. Το χιόνι δεν είναι συχνό και περιορίζεται μόνο κατά τους μήνες Νοέμβριο-Φεβρουάριο· το χαλάζι εμφανίζεται συχνότερα σε σχέση με άλλες περιοχές· οι μεγαλύτερες τιμές παρουσιάζονται τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, ενώ τους θερινούς μήνες η χαλαζόπτωση είναι πολύ σπάνια.
Ιστορία. Η ιστορία της Κ. προσδιορίζεται τόσο από την καίρια γεωγραφική της θέση όσο και από την ιδιότυπη διαμόρφωσή της. Κατά τους ιστορικούς χρόνους το νησί είχε τέσσερις πόλεις: την Πάλη, που περιλάμβανε ολόκληρη τη δυτική χερσόνησο του νησιού (τη σημερινή Παλική) και ήταν χτισμένη στον λόφο Ντούρι ή Παλιόκαστρο· την Κράνη, που ήταν χτισμένη επάνω στον μυχό της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου (διατηρούνται σήμερα ίχνη κυκλώπειων τειχών) και περιλάμβανε το νότιο τμήμα του νησιού στα Δ του Αίνου· τους Πρόννους, που περιλάμβαναν το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού· τέλος, τη Σάμη, που ήταν χτισμένη σε δύο λόφους πάνω από τη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη και περιλάμβανε όλη την πρώην επαρχία Σάμης. Οι τέσσερις αυτές πόλεις ήταν μικρές ανεξάρτητες δημοκρατίες που έκοβαν τα δικά τους νομίσματα. Την περίοδο των Περσικών πολέμων οι Κεφαλλήνες συμμετείχαν στη μάχη των Πλαταιών. Το 434 π.Χ. κεφαλληνιακά πλοία (από την Πάλη) έλαβαν μέρος στη ναυμαχία των Κορινθίων εναντίον των Κερκυραίων και απέκρουσαν με επιτυχία την εκδικητική επιδρομή των Κορινθίων. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο και οι τέσσερις πόλεις της Κ. τάχθηκαν με το μέρος των Αθηναίων. Μετά το τέλος του πολέμου, η Κ. εγκατέλειψε την ηττημένη Αθήνα, όμως το 372 π.Χ. τάχθηκε πάλι με τους Αθηναίους και υπήρξε σύμμαχος στον αθηναϊκό αγώνα εναντίον του Φίλιππου.
Το 218 π.Χ. ο Φίλιππος E’ έπλευσε με στόλο εναντίον της Κ. και αποβιβάστηκε στους Πρόννους. Οι δυσκολίες του εδάφους τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και να πλεύσει εναντίον της Πάλης, την οποία πολιόρκησε επίμονα αλλά ανεπιτυχώς, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει έπειτα από λίγο καιρό. Η Κ. έμεινε ανεξάρτητη και αυτόνομη, αλλά όχι για πολύ, καθώς ο Ρωμαίος ύπατος Μάρκος Φούλβιος Νονβιλίωρ, αφού κατέλαβε την Αιτωλία, προχώρησε εναντίον της Κ. και την υπέταξε (187 π.Χ.). Σύντομα οι κάτοικοι της Σάμης επαναστάτησαν και ο Ρωμαίος ύπατος πολιορκούσε την πόλη μάταια επί τέσσερις μήνες. Τελικά, οι Ρωμαίοι έφεραν ενισχύσεις από την ηπειρωτική Ελλάδα, κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Σάμη, πούλησαν τους κατοίκους της ως δούλους και αποκόμισαν πλουσιότατα λάφυρα, μάρτυρες της ακμής της πόλης. Το γεγονός αυτό σήμανε την αρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Κ.
Οι πληροφορίες για το νησί κατά τη βυζαντινή περίοδο είναι ασαφείς και συγκεχυμένες. Πάντως, από τις αρχές του 9ου μέχρι τον 11o αι., αναφέρεται ένα θέμα Κ., στο οποίο υπάγονταν τα νησιά του Ιονίου, το οποίο υπήρξε επί δύο αιώνες το επίκεντρο της τεράστιας μάχης που έκρινε την τύχη της Μεσογείου. Η κάθοδος των Νορμανδών σήμανε την απαρχή πολλών περιπετειών για το νησί. Το 1084 ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος, κύριος της Καλαβρίας και της Απουλίας στην Κάτω Ιταλία, νίκησε μεταξύ Κέρκυρας και Κ. τους ενωμένους στόλους Ενετών-Βυζαντινών και επιχείρησε να καταλάβει την Κ., χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά πέθανε μέσα στο πλοίο του στις 17 Ιουνίου 1085, όταν αυτό ήταν αγκυροβολημένο κοντά στο βορειότερο ακρωτήριο της Κ., στο λιμάνι της Πανόρμου· άφησε ως ανάμνηση το όνομά του στην πόλη, η οποία από τότε ονομάζεται (μετά από παραφθορά) Φισκάρδο. Το νησί παρέμεινε έτσι υπό βυζαντινή εξουσία.
Με τις Σταυροφορίες η Κ. υπέστη νέες λεηλασίες. Το 1103 λεηλατήθηκε από στόλο με επικεφαλής τον επίσκοπο Πίζας, το 1125 αποβιβάστηκαν Ενετοί και Γενουάτες και το 1147 κατελήφθη από τον Ρογήρο Β’, βασιλιά της Νορμανδίας. Το 1185 ο βασιλιάς της Σικελίας Γουλιέλμος B’ απέσπασε την Κ., τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη από τους Βυζαντινούς και παραχώρησε τα τρία νησιά στον ναύαρχό του, Μαργαριτώνη, δημιουργώντας τη λεγόμενη κομητεία Κ.-Ζακύνθου-Ιθάκης. Αργότερα, ο Μαργαριτώνης αντικαταστάθηκε στην κομητεία από τον Ματθαίο ή Μάγιο Ορσίνι, γόνο ονομαστής ρωμαϊκής οικογένειας, που δέσποζε στην Κ. περίπου επί ενάμιση αιώνα. Αρχικά, ο Ματθαίος αναγνώρισε ως ανώτατη εξουσία τον βασιλιά της Σικελίας (1194), αλλά το 1209, όταν οι Λατίνοι είχαν πια καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (1204), αποδέχθηκε την ανώτατη εξουσία της Βενετίας και το 1236 έγινε υποτελής του Γοδεφρείδου Β’ Βιλεαρδουίνου, πρίγκιπα της Αχαΐας. Μετά τον θάνατο του Ματθαίου (1248), διάδοχός του στην κομητεία ήταν ο γιος του, Ριχάρδος, ο οποίος ανεξαρτητοποιήθηκε από τον πρίγκιπα της Αχαΐας το 1288 και έδωσε όρκο υποτέλειας στον Κάρολο της Νάπολης, προμηνύοντας την παρουσία της δυναστείας των Ανδηγαυών στο νησί. Μετά τον θάνατο του Ριχάρδου, την κομητεία ανέλαβε ο γιος του, Ιωάννης A’ (1303), ο οποίος, μετά τον γάμο του με την κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, Μαρία, πήρε ως προίκα τη Λευκάδα και τον τίτλο του κόμη Κ.-Ζακύνθου και Λευκάδας. Το 1316 η κομητεία πέρασε υπό τον έλεγχο του γιου του Ιωάννη, Νικόλαου, ο οποίος έδωσε όρκο υποταγής στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο B’ Παλαιολόγο, χρίστηκε δεσπότης και έγινε ορθόδοξος, για να αμβλύνει το μίσος εναντίον του εξαιτίας των εγκλημάτων του. Αργότερα τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Ιωάννης (1323), ο οποίος αναγνώρισε την κυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα, παντρεύτηκε την Άννα Παλαιολογίνα, ασπάστηκε επίσης την ορθόδοξη πίστη και πήρε το επώνυμο των Αγγέλων Κομνηνών, εγκαταλείποντας το επώνυμο των Ορσίνι. Μετά τον θάνατό του (1335), τον διαδέχθηκε στην κυβέρνηση των νησιών η γυναίκα του, Άννα Παλαιολογίνα, ως επίτροπος του γιου της, Νικηφόρου. Εκεί σταμάτησε η περίοδος της δυναστείας των Ορσίνι στην Κ., η οποία παραχώρησε τη θέση της στη δυναστεία των Τόκκων, με πρώτο άρχοντα τον Λεονάρδο Τόκκο, που διορίστηκε από την αυλή της Νάπολης το 1357 και το 1362 έγινε κύριος και της Λευκάδας, λαμβάνοντας τον τίτλο κόμης Κ.-Ζακύνθου και δούκας Λευκάδας. Το 1381 τον διαδέχθηκε ο γιος του, Κάρολος, ο οποίος έλαβε από τον αυτοκράτορα Μανουήλ B’ Παλαιολόγο τον τίτλο του δεσπότη των Ρωμαίων, παντρεύτηκε τη Φραγκίσκα, κόρη του δούκα των Αθηνών Νέριου Ατσαγιόλι, και έγινε ένας από τους ισχυρότερους Φράγκους δεσπότες της Ελλάδας. Το 1430 ακολούθησε ο ανιψιός του, Κάρολος B’, τον οποίο διαδέχθηκε το 1448 ο γιος του, Λεονάρδος. Όταν ο Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1453, η παλατινή κομητεία της Κ. και των άλλων νησιών ήταν μία από τις ελάχιστες χριστιανικές κτήσεις που είχαν απομείνει.
Κατά τη λήξη του Ενετοτουρκικού πολέμου, το 1479, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κ. και ο Λεονάρδος Τόκκος κατέφυγε στη Νάπολη.
Με τον θάνατο του Μωάμεθ, επανήλθε στην Κ. ο Αντώνιος Τόκκος, αλλά σύντομα στράφηκε εναντίον του η Βενετία, η οποία παρέδωσε το νησί στους Τούρκους με τη συνθήκη του 1484. Αυτό υπήρξε το τέλος της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κ., που είχε διαρκέσει τρεις αιώνες.
Η τουρκική κατοχή στο νησί κράτησε μόνο έξι χρόνια. Το 1500 ενετικός και ισπανικός στόλος αποβίβασε στρατό στην Κ., πολιόρκησε το κάστρο του Αγίου Γεωργίου (όπου ήταν οχυρωμένοι οι Τούρκοι) και το κατέλαβε. Η ενετική εξουσία διατηρήθηκε επί σχεδόν τρεις αιώνες.
Οι Ενετοί στήριξαν την εξουσία τους αποκλειστικά στους ευγενείς, των οποίων οι οικογένειες καταγράφονταν στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ Oro). Η κυριαρχία της Βενετίας αποτελούσε την περίοδο εκείνη μια λύση για τους κατοίκους των νησιών, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν από το ένα μέρος τους κάθε λογής Φράγκους τυχοδιώκτες και από το άλλο τους Τούρκους. Το 1537, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε και πάλι την Κ. παίρνοντας χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο τουρκικός κίνδυνος απομακρύνθηκε οριστικά μόνο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, στην οποία συμμετείχαν και επτανησιακά πλοία. Η Κ. ήταν ουσιαστικά έρημη, όταν την κατέλαβαν οι Ενετοί. Οι πόλεμοι, οι αρπαγές, οι πειρατείες, οι λεηλασίες και οι εξανδραποδισμοί είχαν ελαττώσει υπερβολικά τον πληθυσμό. Μια πληροφορία του 1548 ανέφερε έναν πληθυσμό 1.400 ατόμων.
Η ενετική κυριαρχία στην Κ. και στα Επτάνησα έληξε, όταν ο Ναπολέων κατέλυσε το κράτος της Βενετίας. Στις 11 Ιουλίου 1797 τα γαλλικά στρατεύματα, κήρυκες των αρχών της Γαλλικής επανάστασης, αποβιβάστηκαν στην Κ.· ο λαός τα υποδέχθηκε με χαρά και ενθουσιασμό και οι ευγενείς με ανησυχία. Σχηματίστηκε προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση, ο αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Άννινος ευλόγησε το δέντρο της ελευθερίας (βλ. λ. δέντρο [δέντρο της ελευθερίας]), και ρίχτηκαν στις φλόγες η Χρυσή Βίβλος, οι τίτλοι και τα προνόμια των ευγενών της ενετοκρατίας. Η γαλλική κατοχή διήρκεσε είκοσι μήνες, καθώς οι στόλοι Ρωσίας και Τουρκίας έφτασαν στο Αργοστόλι στις 29 Οκτωβρίου 1798. Ο κόσμος, προετοιμασμένος από το κόμμα των ρωσόφιλων, εξεγέρθηκε εναντίον των Γάλλων και, μετά την αποβίβαση των δύο ναυάρχων με τα επιτελεία τους, σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον ευγενή Κωνσταντίνο Χωραφά.
Η δημιουργία της Ιονίου Πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (21 Μαρτίου 1800) καθώς και η μετέπειτα εφαρμογή του λεγόμενου βυζαντινού πολιτεύματος, το οποίο παραχωρούσε προνόμια μόνο σε όσους ήταν εγγεγραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο, προκάλεσε εξεγέρσεις στην Κ. Το 1800, το 1801 και το 1802 σημειώθηκαν αλλεπάλληλες στάσεις στις πόλεις και στην ύπαιθρο με πυρκαγιές και λεηλασίες, ενώ ένοπλοι χωρικοί κατέλαβαν την πρωτεύουσα. Αυτή την περίοδο κυριάρχησαν τα αντίπαλα κόμματα του Μεταξά και των Αννίνων, ενώ παράλληλα ανταγωνίζονταν για τα πρωτεία του νησιού το Αργοστόλι και το Ληξούρι. Ο Μοτσενίγος, πληρεξούσιος του τσάρου, επισκέφθηκε τότε την Κ. Με το σύνταγμα του 1803 καταργήθηκαν τα προνόμια της παλιάς κληρονομικής αριστοκρατίας και καθιερώθηκε για τους ευγενείς η αναγνώριση κυρίως πνευματικών προσόντων. Το 1806 συντάχθηκε νέο σύνταγμα, που τελικά δεν εφαρμόστηκε, γιατί τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία από τον τσάρο. Η δεύτερη γαλλική κατοχή διήρκεσε τρία χρόνια, καθώς το 1809 ο αγγλικός στόλος πραγματοποίησε απόβαση και κατέλαβε την Κ., τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα. Το 1811 διορίστηκε διοικητής της Κ. ο συνταγματάρχης Ντε Βοσέ, ο οποίος κατασκεύασε τη μεγάλη γέφυρα στο Αργοστόλι και το καμπαναριό του Παντοκράτορα στο Ληξούρι (1813). Η αντίδραση στην καταπιεστική πολιτική του πρώτου Άγγλου αρμοστή Μέτλαντ εκδηλώθηκε στην Κ. αρχικά με παθητική αντίσταση και συνωμοσίες και έλαβε πιο ενεργό μορφή από τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Εμπορικά πλοία Κεφαλλήνιων τροφοδοτούσαν τους αγωνιστές της ελευθερίας, ενώ στρατιωτικά σώματα (με αρχηγούς τους Ανδρέα και Κωνσταντίνο Μεταξά, Ευάγγελο Πανά, Γεράσιμο Φωκά, Ευάγγελο Ποταμιάνο, Δημήτριο Τυπάλδο-Χαριτάτο, Διονύσιο Βούρβαχη, Χαραλάμπη Ιγγλέση κ.ά.) συμμετείχαν σε διάφορες μάχες του πολέμου της ανεξαρτησίας. Ο Ιερός Λόχος του Αλέξανδρου Υψηλάντη είχε επίσης Κεφαλονίτες στις τάξεις του. Επίσης σημαντική υπήρξε η συμβολή του κεφαλληνιακού σώματος στη μάχη του Λάλα, με αρχηγούς τον Ανδρέα και τον Κωνσταντίνο Μεταξά, τον Ευάγγελο Πανά και τον Γεράσιμο Φωκά.
Το 1821 διορίστηκε στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής του νησιού ο Άγγλος συνταγματάρχης Τσαρλς Νάπιερ, ο οποίος, με συνεργάτη τον μηχανικό Κένεντι, διάνοιξε δρόμους και κατασκεύασε διάφορα δημόσια κτίρια.
Η Γαλλική επανάσταση του 1848 δημιούργησε νέο επαναστατικό ρεύμα στην Κ. και στις 14 Σεπτεμβρίου 1848 το νησί εξεγέρθηκε εναντίον της αγγλικής προστασίας. Διακόσιοι χωρικοί κινήθηκαν οπλισμένοι από τα χωριά προς στο Αργοστόλι και συγκρούστηκαν με τον στρατό στη μικρή πλατεία της Σισιώτισσας. Την ίδια ημέρα, στην περιοχή της Παλικής, χωρικοί από τον Σχινιά εισέβαλαν ένοπλοι στο Ληξούρι, με αποτέλεσμα την άφιξη στο νησί του αρμοστή Σίτον, ο οποίος αμνήστευσε τους στασιαστές. Όταν, λίγο αργότερα, δημοσιεύθηκε ο νόμος περί ελευθεροτυπίας, ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος εξέδωσε στο Αργοστόλι τον Φιλελεύθερο (19 Φεβρουαρίου 1849) και έδωσε το πρώτο σύνθημα του αγώνα κατά της αγγλικής προστασίας. Μετά την εξορία του, μαζί με τον Γεράσιμο Λιβαδά, ο αγώνας συνεχίστηκε από τον Ιωσήφ Μομφερράτο και την Αναγέννηση (8 Απριλίου 1849). Το ενωτικό ρεύμα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις σε όλα τα Επτάνησα. Στην Κ. δημιουργήθηκε το Ριζοσπαστικό Κόμμα, με επικεφαλής τους σημαιοφόρους της ενωτικής ιδέας Ηλία Ζερβό, Ιωσήφ Μομφερράτο και Γεράσιμο Λιβαδά. Ταυτόχρονα αναδείχθηκε και το Κόμμα των Μεταρρυθμιστών, που θεωρούσε πρόωρη την Ένωση και επιζητούσε ριζική μεταρρύθμιση του συντάγματος του 1817. Η συντηρητική παράταξη, προασπίζοντας τα συμφέροντά της, δημιούργησε δικό της κόμμα, που υποστήριζε το καθεστώς της αγγλικής προστασίας, ενώ ο λαός τούς ονόμασε περιφρονητικά καταχθόνιους. Στις 15 Αυγούστου 1849 σημειώθηκε νέα εξέγερση στο Ξώμερο, που είχε κέντρο τη Σκάλα και στρεφόταν κυρίως εναντίον τοπικών γαιοκτημόνων, των oποίων οι κατοικίες πυρπολήθηκαν. Η εξέγερση κατεστάλη τελικά από τον αγγλικό στρατό και οι επικεφαλής (Θεόδωρος Βλάχος από το Αργοστόλι και Γεράσιμος ιερομόναχος Νοβαράτος Ζαπάντης ή Παπαληστής από τη Σκάλα) απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους στην πλατεία του Ληξουρίου.
Τα σκληρά αγγλικά μέτρα δεν έκαμψαν το ενωτικό φρόνημα των κατοίκων. Τον Φεβρουάριο του 1850, ο Δημήτριος Δανής Aποστολάτος εξέδωσε στο Αργοστόλι την εφημερίδα Χωρικός, με την οποία συνέχιζε τον ριζοσπαστικό αγώνα (ο Ζερβός και ο Μομφερράτος είχαν πάλι εξοριστεί).
Στις εκλογές του 1850 για την Ενάτη Βουλή της Επτανήσου, εξελέγησαν στην Κ. οι ριζοσπάστες Ηλίας Ζερβός, Ιωσήφ Μομφερράτος, Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιωάννης Τυπάλδος-Καπελέτος, Δοτοράτος, Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος και Σταματέλος Πηλαρινός. Τελικά, το 1851, ο Ζερβός και ο Μομφερράτος εξορίστηκαν πάλι και η αγγλική προστασία σκλήρυνε τη στάση της. Τελικά, τίποτα δεν εμπόδισε την Ένωση, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1864.
Αρχαιολογία-μνημεία. Η αρχαιολογική έρευνα στην Κ. θα μπορούσε να φωτίσει με ακρίβεια το παρελθόν, όμως υπήρξε πολύ περιορισμένη. Πάντως, είναι σαφές ότι τουλάχιστον από τη μεσολιθική περίοδο (10000-6000 π.Χ.) υπήρχαν στον χώρο του νησιού εγκαταστάσεις που συνεχίστηκαν στη νεολιθική καθώς επίσης στην πρωτοελλαδική (2600-2000 π.Χ.) και μεσοελλαδική εποχή (2000-1600 π.Χ.). Στην περιοχές της Σκάλας αλλά και της Σάμης, όπου η ονομασία της τελευταίας συνυφαίνεται με μια σειρά μύθων της αρχαιότητας, έχουν αποκαλυφθεί αρκετά λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο ή οψιανό. Οι δύο πρώτες περίοδοι του χαλκού (2600-1600 π.Χ.) έχουν αφήσει ελάχιστα αρχαιολογικά ίχνη.
Αξιοσημείωτη δραστηριότητα παρατηρήθηκε –σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα– στη μυκηναϊκή περίοδο, που αντιπροσωπεύεται από αξιόλογη σειρά θολωτών ή λαξευτών τάφων. Οι σπουδαιότεροι βρέθηκαν στα Μαζαρακάτα, στα Μαυράτα, στα Μεταξάτα, στη Λακήθρα, στα Διακάτα Κρανιάς και στην Κοντογενάδα Παλικής. Η ύστερη μυκηναϊκή περίοδος, εποχή συνυφασμένη με τους ιστορικούς μύθους των Ελλήνων και κυρίως με την Τρωική εκστρατεία, αποτελεί την πιο σαφή παρουσία.
Η Κ. και τα γύρω νησιά συνδυάστηκαν, εξαιτίας της ύπαρξης μυκηναϊκών ευρημάτων, με ένα μεγάλο μυκηναϊκό βασίλειο θαλάσσιου χαρακτήρα, του οποίου είναι άγνωστη ακόμα και η ονομασία. Ίσως μια περιοχή του να ονομαζόταν Τάφος (στην Παλική διατηρείται σήμερα η ονομασία Ταφιός). Οι άρχοντες αυτού του βασιλείου ανήγαν την καταγωγή τους στον Περσέα, τον θρυλικό βασιλιά των Μυκηνών. Ο μύθος αναφέρει ότι οι βασιλιάδες της μυκηναϊκής Κ. διεκδίκησαν τη βασιλεία των Μυκηνών και, εξαιτίας αυτού, επιχειρήθηκε εκστρατεία εναντίον των νησιών με τον Αμφιτρύωνα, στην οποία έλαβαν μέρος ο Κέφαλος από τον Θορικό της Αττικής και ο Έλειος από το Έλος της Μεσσηνίας. Στόχος της εκστρατείας ήταν οι περιοχές των Ταφίων και των Τηλεβόων. Ο Αμφιτρύων κατόρθωσε να νικήσει και τότε, σύμφωνα με τον μύθο, δώρισε το νησί στους δύο ήρωες που τον συνόδευαν. Ο ένας από αυτούς, ο Κέφαλος, λέγεται πως χάρισε το όνομά του στο νησί. Στις ημέρες μας η άποψη αυτή αμφισβητείται, καθώς στις πήλινες πινακίδες της Πύλου αναφέρεται λαός ΚεφαλλήνεςΚεφαλλάνες, που κατοικούσαν στη δυτική Ελλάδα. Ο Κέφαλος πιστεύεται πως πρέπει να εγκαταστάθηκε στη Λιβαθώ, όπου η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως πλούσιες μυκηναϊκές νεκροπόλεις. Το όνομα του Έλειου διατηρείται ακόμα στη νότια περιοχή του νησιού, που ονομάζεται Ελειός. Στα Μαυράτα βρέθηκε ένας θολωτός μυκηναϊκός τάφος μαζί με άλλες αρχαιότητες της ίδιας περιόδου.
Το ιδιότυπο σχήμα ορισμένων λαξευτών τάφων μοιάζει πολύ με άλλους που αποκαλύφθηκαν στην περιοχή της μεσσηνιακής Τριφυλίας, απ’ όπου φαίνεται πως εισήχθη ο μυκηναϊκός πολιτισμός στην Κ., στη Ζάκυνθο και στην Ιθάκη.
Η ακμή της Σάμης (στην ανατολική πλευρά του νησιού) χρονολογείται κατά τη μυκηναϊκή περίοδο και, σύμφωνα με τις γνώμες ειδικών, όπως ο Σπυρίδων Μαρινάτος, πρέπει να αποτελούσε σπουδαίο κέντρο (τη θεωρούσαν μητρόπολη της Σάμου στο Αιγαίο). Στη Σάμη κατοίκησε ο Αγγαίος, περίφημος ήρωας στην προομηρική περίοδο, ο οποίος μετοίκησε στην Κ. από την Πελοπόννησο.
Η ύπαρξη άφθονων μαρτυριών από τη μυκηναϊκή περίοδο, σε αντίθεση με την Ιθάκη, οδήγησε τους ομηριστές να ταυτίσουν την ομηρική Ιθάκη με την Κ. Σύμφωνα με εικασίες, τόσο ο θρυλικός βασιλιάς Οδυσσέας όσο και η Πηνελόπη αποτελούν παλιές θεότητες της Αρκαδίας, με τους μύθους της οποίας συνδέονται. Πιθανολογείται ότι στην Κ. πήγαν Αχαιοί από την Αρκαδία –οι οποίοι στο μεταξύ είχαν εξαπλωθεί μέχρι τη δυτική Πελοπόννησο– και εκεί μετέφεραν τους θεούς και τους ήρωές τους. Εξάλλου, ο λαός του Οδυσσέα ονομαζόταν Κεφαλλήνες και κατείχε την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο, την ακτή της Ακαρνανίας και της Σάμης. Η ονομασία όμως Κεφαλληνία αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς (Ηρόδοτος) μόνο το 450 π.Χ. Οι Κεφαλλήνες, λοιπόν, έδωσαν το όνομά τους στην Κ. (η Πάλη είναι γνωστό πως ονομαζόταν άλλοτε Δουλίχιον ή επρόκειτο για την αρχαία Τάφο).
Στην κορυφή του Αίνου υπήρχε ιερό των ιστορικών χρόνων, αφιερωμένο στον Αινήσιο Δία. Αναφέρεται από τον Ησίοδο, ενώ την ύπαρξή του επιβεβαιώνουν οικοδομικά ίχνη και άφθονα λείψανα θυσιών που έχουν ανακαλυφθεί.
Τον 6ο αι. π.Χ. χρονολογείται ένας ναός που βρέθηκε στη θέση Γραδού κοντά στη Σκάλα, Ν του ακρωτηρίου Κάπρος. Επίσης σημαντικά ευρήματα αποτελούν ένα ψηφιδωτό σπιτιού από τα Βάλτσα (Πάλη), που παριστάνει την τρίαινα του Ποσειδώνα (σήμερα στο μουσείο Αργοστολίου) και τα λείψανα δωρικού ναού στον μυχό του Κουτάβου, αφιερωμένου στη Δήμητρα και Κόρη. Στη Σάμη και στην Κρανιά διατηρούνται σημαντικά αρχαία τείχη, ενώ ο σεισμός του 1953 κατέστρεψε τα λείψανα πύργου κλασικής εποχής, που βρισκόταν στην είσοδο της Πυλάρου.
Κατά την περίοδο ακμής της κλασικής περιόδου η Κ. και η υπόλοιπη δυτική Ελλάδα αποτελούσαν επαρχίες χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους σώζονται κάποια ερείπια σε διάφορα σημεία του νησιού, όλα των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Αξιόλογη είναι μια έπαυλη που αποκαλύφθηκε στη Σκάλα, το δάπεδο της οποίας έφερε θαυμάσια ψηφιδωτά. Στην ίδια περιοχή αποκαλύφθηκε λουτρό με αξιόλογα ψηφιδωτά και γεωμετρικά μοτίβα. Στη Σάμη αποκαλύφθηκε λουτρό ρωμαϊκής εποχής με ψηφιδωτά δάπεδα. Διατηρούνται επίσης δύο φρούρια ενετικής εποχής: της Άσσου, στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, και του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο Αργοστόλι. Η έλλειψη μνημείων στην Κ., ακόμα και των πρόσφατων εποχών οφείλεται στους φοβερούς σεισμούς που έπληξαν το νησί.
Αρχιτεκτονική. Στην Κ., όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, η κατάκτησή της πρώτα από τους Φράγκους και αργότερα από τους Ενετούς καθώς και η αποκοπή της από την υπόλοιπη Ελλάδα για περίπου επτά αιώνες είχε αποτέλεσμα την εισαγωγή δυτικών στοιχείων, τα οποία εμφανίζονται έντονα τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην τέχνη. Η παλαιότερη πρωτεύουσα του νησιού, που βρισκόταν μέσα στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο Αργοστόλι, δεν σώθηκε μέχρι τις ημέρες μας. Φαίνεται, ωστόσο, ότι περιείχε αξιόλογα μνημεία, αν κρίνει κανείς από τη σωζόμενη εκκλησία της Ευαγγελιστρίας, την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα κ.ά. Η εγκατάλειψη της πόλης τον 18o αι., εξαιτίας του αναπτυσσόμενου παραλιακού Αργοστολίου, και οι συνεχείς καταστρεπτικοί σεισμοί δεν άφησαν στοιχεία ικανά για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ωστόσο, σώζονται τα τείχη του κάστρου –αν και με πολλές φθορές–, τα οποία δεν αποκλείεται να είχαν κατασκευαστεί στη θέση παλαιότερου βυζαντινού κάστρου, δεδομένου ότι η Κ. ήταν έδρα στρατηγού, που διοικούσε το ομώνυμο βυζαντινό θέμα.
Οι σεισμοί του 1953, οι καταστροφικότεροι του 20ού αι., προκάλεσαν ολοσχερείς ζημιές τόσο στο Αργοστόλι, δηλαδή στη νεότερη πρωτεύουσα, όσο και σε άλλες πόλεις και οικισμούς. Αυτό σήμανε την απώλεια μεγάλου αριθμού κτιρίων, ναών, καμπαναριών κλπ., τα οποία συνέθεταν μέχρι εκείνη την εποχή την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της Κ. Ευτυχώς σώζονται ακόμα, κυρίως στην ύπαιθρο, αρκετά κτίσματα παλαιότερων εποχών, που επιτρέπουν τη διατύπωση γενικών συμπερασμάτων. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η αρχιτεκτονική της Κ. δεν έχει επαρκώς μελετηθεί και, επιπλέον, το μέγεθος του νησιού, το πλήθος των οικισμών, ακόμα και οι κλιματικές και γεωμορφολογικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της Κ. δημιουργούν τις προϋποθέσεις για διαφορετικές αρχιτεκτονικές λύσεις.
Πριν από τον 12o αι. δεν σώζονται μνημεία, εκτός από ελάχιστα ίχνη τους. Ενδιαφέρον μνημείο είναι ο ναός της Παναγίας στο Βαρύ της Ερίσσου, μία από τις παλαιόκτιστες (όπως τις ονομάζουν στην Κ.) εκκλησίες, η οποία διατηρεί το σχήμα του ελεύθερου σταυρού στην κάτοψη και τη βυζαντινή γενικά ναοδομική αντίληψη, χωρίς όμως να είναι σαφώς χρονολογημένη. Οι μεταγενέστερες εκκλησίες ανήκουν, ως επί το πλείστον, στον τύπο της ξυλόστεγης μονόκλιτης βασιλικής, που επικρατεί σε όλα τα Επτάνησα. Πρέπει να σημειωθεί το πλήθος των ναών και ο πλούτος στην αρχιτεκτονική τους διαμόρφωση καθώς επίσης στην εσωτερική διακόσμηση και αγιογράφηση (ψηλά ξυλόγλυπτα τέμπλα, προσκυνητάρια, καθέδρες, πολυέλαιοι), ενδεικτικά της μεγάλης οικονομικής ακμής του νησιού και της ευσέβειας των κατοίκων.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η ύπαρξη πλήθους καμπαναριών, πυργοειδών ή απλών –με τις αντίστοιχες κεφαλληνιακές ονομασίες βενετσιάνικα και πλακέφράγκικα–, που αποτελούν απαραίτητο λειτουργικό αλλά και συνθετικό συμπλήρωμα κάθε ναού.
Η αρχοντική κατοικία παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη στην Κ. Η ύπαρξη πολλών ισχυρών και πλούσιων οικογενειών είχε αποτέλεσμα την κατασκευή μεγάλων αρχοντικών στο Αργοστόλι, σαφώς επηρεασμένων από τα αντίστοιχα πρότυπα της Βενετίας και άλλων ιταλικών πόλεων, με τις οποίες η Κ. διατηρούσε στενές σχέσεις. Τα αρχοντικά ήταν συνήθως τριώροφα, με τονισμένο τον μεσαίο όροφο, που περιλάμβανε τους χώρους υποδοχής, με επιβλητικές προσόψεις και πλούσια επίπλωση. Υπήρχαν επίσης πολλά δημόσια και κοινωφελή κτίρια, μεταξύ των οποίων το θέατρο Κέφαλος στο Αργοστόλι, χτισμένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ιταλικών θεάτρων όπερας. Ενδιαφέρουσα ήταν η ταυτόχρονη παρουσία των μορφολογικών στοιχείων του μπαρόκ και του νεοκλασικισμού, με την αναπόφευκτη δημιουργία ενός συνόλου, ο γενικός χαρακτήρας του οποίου οφειλόταν στην ποικιλία και στην επιτυχή συνύπαρξη των διαφορετικών στοιχείων. Αξιόλογα σπίτια υπήρχαν και στην ύπαιθρο, είτε εξοχικές κατοικίες των ευγενών είτε λαϊκά σπίτια, αρκετά από τα οποία σώζονται ακόμα, όπως επίσης τα σπίτια των καπεταναίων στο Φισκάρδο. Φυσικά, τα δυτικά στοιχεία έχουν απλοποιηθεί στην ύπαιθρο και είναι σαφής η επιρροή του λαϊκού καλλιτεχνικού αισθητηρίου, που μπορεί να αφομοιώνει και να εκφράζει με νέο τρόπο τις ξένες επιδράσεις.
Η Ευαγγελίστρια του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, παλιάς πρωτεύουσας της Κεφαλονιάς, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τύπου της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής.
Τυπικό δείγμα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής της Κεφαλονιάς, που εξαφάνισε ο σεισμός του 1953, αποτελούν το λιθόστρωτο και ο κεντρικός δρόμος της Ρακατζής, στο Αργοστόλι.
Το καμπαναριό της Ρακατζής, στο Αργοστόλι, το οποίο καταστράφηκε από τον σεισμό του 1953.
Η αίθουσα με τα εργόχειρα στο Κοργιαλένιο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς (φωτ. Μ. Κοσμετάτου).
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τύπου της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής που εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, οι Ρόγγοι στο Ληξούρι.
Στο Κοργιαλένιο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του Αργοστολίου έχουν συγκεντρωθεί δείγματα της τέχνης, του λαϊκού πολιτισμού και της ιστορίας του νησιού της Κεφαλονιάς (φωτ. Μ. Κοσμετάτου). 2. Η αίθουσα με τα εργόχειρα στο Κοργιαλένιο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς (φωτ. Μ. Κοσμετάτου). 3. Η Ευαγγελίστρια του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, παλιάς πρωτεύουσας της Κεφαλονιάς, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τύπου της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. 4. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τύπου της μονόκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής που εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, οι Ρόγγοι στο Ληξούρι. 5. Τυπικό δείγμα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής της Κεφαλονιάς, που εξαφάνισε ο σεισμός του 1953, αποτελούν το λιθόστρωτο και ο κεντρικός δρόμος της Ρακατζής, στο Αργοστόλι. 6. Το καμπαναριό της Ρακατζής, στο Αργοστόλι, το οποίο καταστράφηκε από τον σεισμό του 1953.
Μυκηναϊκοί τάφοι στα Μαζαρακάτα∙ η πρώτη πραγματική ακμή πολιτισμού στην Κεφαλονιά συναντάται κατά τη μυκηναϊκή εποχή, η οποία αντιπροσωπεύεται θαυμάσια από θολωτούς και λαξευτούς τάφους (φωτ. Μ. Κοσμετάτου).
Η είσοδος του κάστρου της Άσου, που μαρτυρά την παρουσία των Βενετών στην Κεφαλονιά.
Κατάλοιπο της βενετικής κατοχής στην Κεφαλονιά αποτελεί ο προμαχώνας του κάστρου του Αγίου Γεωργίου, που υπήρξε πρωτεύουσα του νησιού έως το 1757.
Το τέμπλο του Αγίου Ιωάννη Κοντογενάδας, στο Ληξούρι, με πλούσια γλυπτή διακόσμηση και εικονογράφηση (φωτ. Μ. Κοσμετάτου).
«Παναγία Βρεφοκρατούσα», άγνωστου καλλιτέχνη (Μονή Αγίου Ανδρέα, Κεφαλονιά).
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου», του Κρητικού ζωγράφου Ηλία Μόσκου (Μονή Αγίου Ανδρέα, Κεφαλονιά).
«Αποκαθήλωση» του Πουλάκη (Πινακοθήκη Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου, Αργοστόλι).
Ψηφιδωτό δάπεδο πολυτελούς ρωμαϊκής έπαυλης, που ανακαλύφθηκε στη Σκάλα της Κεφαλονιάς (φωτ. Μ. Κοσμετάτου).
Το σπήλαιο της Μελισσάνης, κοντά στη Σάμη της Κεφαλονιάς (φωτ. Δ. Χαρισιάδη).
Η λίμνη Άβυθος, στο Πυργί της Κεφαλονιάς, σχηματισμένη στη βάση ρήγματος, τροφοδοτείται από καρστικά ύδατα.
Ο Άγιος Νικόλαος στο Πυργί, την πιο ορεινή περιοχή της Κεφαλονιάς (φωτ. Σ. Τσελέντη, Μ. Κοσμετάτου).
Γενική άποψη του Ληξουρίου, στο πεδινότερο τμήμα της Κεφαλονιάς.
Μερική άποψη του Ληξουρίου στην Κεφαλονιά.
Φωτογραφία της Κεφαλονιάς, από δορυφόρο της NAΣA, τον Οκτώβριο του 1995? ανατολικά του νησιού διακρίνεται η Ιθάκη (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Dictionary of Greek. 2013.